διανοούμαι

διανοούμαι
(ε)
1) думать, раздумывать, размышлять; 2) думать, иметь в виду; 3) придумывать, выдумывать; замышлять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διανοούμαι" в других словарях:

  • διανοούμαι — διανοούμαι, διανοήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… …   Dictionary of Greek

  • διανοούμαι — διανοήθηκα, σκέφτομαι βαθιά, σχολαστικά, στοχάζομαι: Δε θέλω να διανοηθώ το χωρισμό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοοῦμαι — διανοέομαι have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διανοέω have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • προδιανοούμαι — έομαι, Α [διανοοΰμαι] διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • проразумеваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προνοοῦμαι) предвижу (3 Макк. 3, 17), (διανοοῦμαι) понимаю… …   Словарь церковнославянского языка

  • αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου …   Dictionary of Greek

  • διανοητής — ο (Α διανοητής) [διανοούμαι] διανοούμενος, στοχαστής αρχ. ο φρόνιμος, ο συνετός …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»